- καρτάλι
- τοόρνιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kartal].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρτάλι — το (λ. τουρκ.), είδος αετού, γύπας, όρνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)